- ἑλειονόμος
- ἑλειονόμοςdwelling in the marshmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελειονόμος — ἑλειονόμος, ον (Α) 1. (επίθ. Νυμφών και πουλιών) αυτός που κατοικεί στα έλη 2. (για φυτά) αυτός που φύεται στα έλη 3. (για πόλη) αυτός που βρίσκεται κοντά σε έλος … Dictionary of Greek
ἑλειονόμα — ἑλειονόμος dwelling in the marsh neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλειονόμοι — ἑλειονόμος dwelling in the marsh masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλειονόμου — ἑλειονόμος dwelling in the marsh masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek